- κομπλάρω
- 1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω»)2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως πιθ. < γαλλ. combler «γεμίζω, υπερβαίνω τα όρια» ίσως με σημασιολογική επίδραση από τη λ, κόμπλεξ].
Dictionary of Greek. 2013.