κομπλάρω

κομπλάρω
1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω»)
2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως πιθ. < γαλλ. combler «γεμίζω, υπερβαίνω τα όρια» ίσως με σημασιολογική επίδραση από τη λ, κόμπλεξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπλάρω — κομπλάρω, κόμπλαρα και κομπλάρισα, κομπλαρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”